Τα Χρυσά Μουσικά Όργανα
Βασισμένο σε λαϊκό παραμύθι της Χίου
Κείμενο-Διασκευή: Αφροδίτη Χαραλαμπάκη
Mastering: Γιώργος Αντωνίου
Η ηχογράφηση έγινε στο studio του Hello Radio
Τα Χρυσά Μουσικά Όργανα
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια μακρινή πολιτεία, όπου δεν υπήρχαν Χριστούγεννα. Οι άνθρωποι δεν αντάλλαζαν δώρα, τα παιδιά δεν τραγουδούσαν τα κάλαντα και κανένας τους δεν έτρωγε μελομακάρονα και κουραμπιέδες. Όποιος ταξιδιώτης περνούσε από αυτήν την πολιτεία και έλεγε πόσο ωραία γιόρταζαν τα Χριστούγεννα στη δική του χώρα, έκανε τους κατοίκους της πολιτείας να ζηλεύουν και να απορούν. Γιατί εκείνοι δεν γιόρταζαν; Τι έπρεπε να κάνουν για να φέρουν στον τόπο τους αυτή τη γιορτινή διάθεση; Ένα ήταν σίγουρο: στην πολιτεία αυτή δεν υπήρχε ούτε μουσική και αυτό έπρεπε οπωσδήποτε να αλλάξει και γρήγορα μάλιστα!
Ο βασιλιάς της πολιτείας αποφάσισε: όποιος πήγαινε να βρει και να φέρει τα χρυσά μουσικά όργανα, εκείνος θα παντρευόταν την όμορφη βασιλοπούλα. Ένας ένας οι νεαροί άνδρες της πολιτείας πήγαιναν να δοκιμάσουν, έλεγαν πως θα τα φέρουν, μα κανένας δεν γυρνούσε πίσω. Μέχρι που μια μέρα αρματώθηκε ένας νέος και έδωσε υπόσχεση στο βασιλιά πως θα του τα φέρει. Μια και δυο ξεκινάει το ταξίδι του…
Εκεί που πήγαινε συναντά ένα χωράφι πολύ μεγάλο, γεμάτο γαϊδουράγκαθα, ζιζάνια και θυμάρια. Ο νέος, μωρέ μάτια μου, έβγαλε τα παπούτσια του και ξυπόλυτος περπατούσε στο χωράφι μέσα στα αγκάθια, κι όταν πατούσε κανένα αγκάθι, φώναζε: «Ωχ. Τι γλύκα! Ποτέ μου δεν περπάτησα σε τόσο όμορφο χωράφι». Κι όταν πατούσε κι άλλο, το ίδιο έλεγε. Τότε, να σου, εμφανίζεται το στοιχειό του χωραφιού, ένα θεριό τεράστιο, και του λέει: «Ποιος είσαι εσύ, παλικάρι μου, που μου λες αυτά τα καλά λόγια;». Λέει ο νέος: «Είμαι από μια μακρινή πολιτεία και ξεκίνησα ταξίδι μεγάλο. Κάνε μου τη χάρη και δείξε μου, από πού θα πάω για να βρω τα Χρυσά Μουσικά Όργανα;». Του λέει το θεριό: «Αυτό που ζητάς είναι δύσκολο, μα εσύ έχεις υπομονή κι αυτό θα σε βοηθήσει. Εγώ δεν ξέρω πού είναι αυτά τα πράγματα, αλλά ίσως ξέρει η αδερφή μου, η Μηλιά. Τράβα κατά ‘δω και θα τη δεις».
Πάει τότε το παλικάρι και βρίσκει τη Μηλιά που ήταν φορτωμένη μήλα κατακκόκινα, αλλά σκουληκιασμένα. Εκείνος, μωρέ μάτια μου, κόβει ένα, το ανοίγει και βλέπει κάτι σκουλήκια, μα τι σκουλήκια! Κι όμως το έφαγε με τα σκουλήκια κι έλεγε κι από πάνω: «Τι ωραίο μήλο! Έχω φάει κι άλλα μήλα, αλλά σαν αυτής εδώ της Μηλιάς δεν έχω ξαναφάει ποτέ στη ζωή μου». Τον ακούει η Μηλιά και του λέει: «Ποιος είσαι εσύ, παλικάρι μου, που έφαγες από τα μήλα μου, που εδώ και τόσα χρόνια πέρασαν τόσοι και τόσοι κι έλεγαν χαρά στα μήλα. Κι ύστερα μόλις τ’ ανοίγανε κι έβλεπαν μέσα τα σκουλήκια βλαστημούσαν και τα μήλα και τη μάνα τους, δηλαδή εμένα που τα γέννησα». Της λέει εκείνος «Είμαι από πολιτεία μακρινή και πηγαίνω να βρω τα Χρυσά Μουσικά Όργανα μα δεν ξέρω τον δρόμο». Του λέει η Μηλιά: «Κι εγώ δεν ξέρω, παλικάρι μου, αλλά η αδερφή μου, η Βρύση, που είναι εκειδά ξέρει καλά και θα σου δείξει. Πρόσεχε, είναι δύσκολο αυτό που ζητάς, αλλά θα έχεις την υπομονή σου για φυλαχτό».
Αρματώνει πάλι ο καλός μας και πάει στη Βρύση. Ταξίδευε μες στο κρύο και το χιόνι και σαν έφτασε είχε διψάσει. Βλέπει το νερό κι ήταν γεμάτο χώμα. Εκείνος έβαλε το στόμα του κι ήπιε και μόλις ήπιε φώναξε: «Α, τι όμορφο νερό! Ποτέ στη ζωή μου δεν ξανάπια τόσο όμορφο νερό». Του λέει τότε η Βρύση «Ποιος είσαι συ, παλικάρι μου, που μου παινεύεις το νερό μου; Απ’ εδώ πέρασαν χιλιάδες και μόλις πίνανε, το ‘φτυναν και βλαστημούσαν κι εμένα και το παιδί μου κι εσύ, δεν φτάνει που ήπιες, αλλά είπες και τόσα καλά λόγια». Της λέει εκείνος «Πρόκειται να γίνω βασιλόπουλο, μόνο πρέπει πρώτα να πάω να πάρω τα Χρυσά Μουσικά Όργανα». Του λέει η Βρύση «Δύσκολο πράγμα ζητάς, παλικάρι μου, αλλά η υπομονή σου θα σε οδηγήσει. Θα ανέβεις σ’ εκείνο το βουνό τα μεσάνυχτα ακριβώς, που κοιμούνται όλοι οι δράκοι, γιατί τα Χρυσά Μουσικά Όργανα τα έχουν μέσα στη μέση σαράντα δράκοι και τα φυλάνε. Εσύ μόλις τους ακούσεις να ροχαλίζουν να περάσεις από πάνω τους και να τα πάρεις. Αλλά μόλις τα πάρεις μην τυχόν κι αρχίσεις να παίζεις, γιατί θα πάθεις κακό μεγάλο. Θα τα μοιράσεις στα παιδιά της πολιτείας σου κι εκείνα θα παίξουν πρώτα».
Φεύγει το παλικάρι και πάει. Μόλις ανέβηκε το βουνό, είδε όλους τους δράκους μαζί, και τους σαράντα, να έχουν βάλει στη μέση τα Χρυσά Μουσικά Όργανα και να παραφυλάνε μην έρθει κανείς και τους τα πάρει. Εκείνος κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο και περίμενε να έρθουν τα μεσάνυχτα. Εκεί κατά τα μεσάνυχτα ακούει ξαφνικά το ροχαλητό των δράκων, ένα ροχαλητό που αντηλαλούσε στα όρη και τα βουνά. Εκείνος, μωρέ μάτια μου, ούτε φοβήθηκε ούτε τίποτα. Μόνο πέρασε από πάνω από τους δράκους με κάτι μεγάλες δρασκελιές, παίρνει προσεχτικά τα Χρυσά Μουσικά Όργανα και φεύγει χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι οι δράκοι.
Ο νέος πέρασε πάλι απ’ την Βρύση κι απ’ την Μηλιά και το χωράφι, τους ευχαρίστησε που τον βοήθησαν και επέστρεψε στην πολιτεία του. Έφερε τα Χρυσά Μουσικά Όργανα στο παλάτι και κάλεσαν όλα τα παιδιά αυτού του τόπου, για να παίξουν τις πρώτες νότες που θα ακούγονταν στην πολιτεία. Ο βασιλιάς με όλα αυτά που έβλεπε δεν πίστευε στα μάτια του και μόλις άκουσε τα παιδιά που άρχισαν αμέσως να παίζουν τα κάλαντα, δεν πίστευε στα αυτιά του! Πόσο πολύ του άρεσε η μουσική! Και πόσο γιορτινά ήταν αυτά τα κάλαντα! Χωρίς να χάνει χρόνο, κανόνισε τον γάμο της όμορφης κόρης του με τον γενναίο νέο, που έγινε πια βασιλόπουλο. Παντού ακούγονταν μαγικές μουσικές και χαρούμενες μελωδίες. Και από τότε το πνεύμα των Χριστουγέννων ζει ακόμα σε εκείνη την πολιτεία, μέχρι και τώρα που σας λέω αυτή την ιστορία…
Δημιουργική γραφή
Γράψε το δικό σου παραμύθι και στείλ’ το στο info@mythstory.net, σημειώνοντας εάν επιθυμείς να δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα μας!
Στο παραμύθι που ακούσατε, μιλάνε τρεις περίεργοι ήρωες που βοηθούν τον πρωταγωνιστή: το Χωράφι, η Μηλιά και η Βρύση. Σκέψου τρεις ακόμα ασυνήθιστους ήρωες που βοηθούν τον πρωταγωνιστή να βρει τα Χρυσά Μουσικά Όργανα και γράψε το δικό σου παραμύθι!