Ας κάνουμε ένα νοητό ταξίδι στο παρελθόν…
Ας φανταστούμε για λίγο ότι μένουμε σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Δεν έχουμε τηλεόραση. Δεν υπάρχουν υπολογιστές και κινητά. Ρεύμα; Επίσης δεν έχουμε. Πιθανότατα να μην ξέρουμε ούτε καν γράμματα, κι έτσι στερούμαστε και την ευκαιρία να διαβάσουμε ένα βιβλίο ή μία εφημερίδα. Τι κάνουμε λοιπόν, για να περάσει ευχάριστα η ώρα μας, να μάθουμε πράγματα και να επικοινωνήσουμε; Μαζευόμαστε τα βράδια με την οικογένειά μας, τους γείτονες και τους φίλους γύρω από το φως μιας λάμπας πετρελαίου και συζητάμε για όσα είδαμε και ζήσαμε μες στη μέρα: για τα ζώα που συναντήσαμε στα βουνά, για τα ψάρια που πιάσαμε στη θάλασσα, για κάποιους περίεργους ήχους που έβγαιναν από την πηγή, για το κέντημα των σχίνων και το μάζεμα της μαστίχας, για το αλώνι και το θέρισμα και ό,τι άλλο συνιστά την αγροτική, κτηνοτροφική και αλιευτική ζωή.
Χωρίς να καταλαβαίνουμε πού σταματάνε οι πραγματικές αφηγήσεις και πού ξεκινούν οι εξωπραγματικές, αρχίζει η πραγματικότητα να μπλέκεται με την μύθο και σιγά σιγά αρχίζουμε να λέμε παραμύθια. Παραμύθια που ακούσαμε από τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας, παραμύθια που ακούγαμε όταν ήμασταν παιδιά, παραμύθια που σώζονται και ταξιδεύουν από το στόμα στο αυτί κι από το αυτί στο στόμα.
Τα παραμύθια αυτά δεν ανήκουν σε κάποιον συγγραφέα. Είναι του λαού. Δημιουργήθηκαν συλλογικά και τροποποιούνταν από περιοχή σε περιοχή και από εποχή σε εποχή, με τις επεμβάσεις που έκανε ο εκάστοτε αφηγητής. Τα παραμύθια αυτά δεν τα έγραφαν ούτε τα διάβαζαν. Διαδίδονταν προφορικά. Η αξία αυτών των παραμυθιών είναι ανυπολόγιστη, γιατί σε αυτά εμπεριέχονται οι σκέψεις, οι προβληματισμοί, οι επιθυμίες και οι φόβοι των απλών ανθρώπων, μετουσιωμένα σε αντίστοιχα σύμβολα: το παλάτι, ο διάβολος, η όμορφη κόρη, η άσχημη γριά. Όλα αυτά είναι αλληγορίες, μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι έβρισκαν την ελπίδα και την παρηγοριά που χρειάζονταν, μετά από μία κοπιαστική μέρα. Γι’ αυτό και αυτές οι διηγήσεις ονομάστηκαν «παραμύθια», που σημαίνει παρηγορία.
Στη σημερινή εποχή, σε πολλές περιπτώσεις, το παραμύθι θεωρείται παρεξηγημένο είδος, παρότι οι ειδικοί μελετητές αναγνωρίζουν την πολύπλευρη αξία τους. Τα λαϊκά παραμύθια δεν έχουν μόνο νεράιδες και καλά ζωάκια, όπως συμβαίνει με αρκετά από τα σύγχρονα παιδικά λογοτεχνήματα. Η αξία των παραδοσιακών παραμυθιών προκύπτει μέσα από τα ζεύγη αντιθέτων που περιέχουν και, κυρίως, του καλού και του κακού, τα οποία βρίσκονται σε συνεχή πάλη, μέχρι στο τέλος να νικήσει το καλό. Τα αυθεντικά λαϊκά παραμύθια, πέρα από τα στοιχεία που αποκαλούμε «παραμυθένια», δίνοντας μια γλυκιά χροιά στη λέξη, περιέχουν κακές μάγισσες, δυνατά θεριά, προβληματικές οικογενειακές σχέσεις, έντονες έριδες, σκληρές τιμωρίες, μακρόβιες περιπέτειες. Ήταν παραμύθια που απευθύνονταν κυρίως σε ενήλικες και σταδιακά, καθώς τροποποιούνταν και απλοποιούνταν, έγιναν αγαπητά και στο παιδικό ακροατήριο.
Τα παραμύθια περιέχουν και το καλό και το κακό, επειδή το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή. «Λένε την αλήθεια», δεν θρέφουν αυταπάτες, ότι δήθεν τα όνειρα και οι επιθυμίες πραγματοποιούνται δίχως κόπους και θυσίες. Σε όσους θεωρούν ότι τα παιδικά παραμύθια πρέπει να περιέχουν μόνο καλούς ήρωες και καθόλου κακούς ή τρομακτικούς, οι αδερφοί Γριμμ απαντούν, με το λογοτεχνικό λόγο τους: «Όποιος δεν αντέχει την ποικιλία και τη ζωηράδα της φύσης, δεν γυρεύει να προσαρμοστούν τα λουλούδια και τα δέντρα στις δικές του ανάγκες. Ή αλλιώς: η βροχή και η δροσιά πέφτουν ευεργετικά πάνω σ’ όλα όσα ζουν στη γη. Αν κάποιος δεν τολμάει να βγάλει τις γλάστρες του έξω και να τις αφήσει να δροσιστούν, παρά προτιμάει να τις ποτίζει μέσα στο σπίτι του με το κανάτι, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Αλλά η βροχή κι η δροσιά δεν πρόκειται να σταματήσουν να πέφτουν στη γη, απλώς και μόνο επειδή αυτός δεν τις θέλει».
Photoshooting @Twin Team Art (@Alda Stefa @Nena Mar)